29th Μάι 2017

Στο Συνεδριο της “Ενωσης Ποινικολόγων & Μαχόμενων Δικηγόρων” που θα διεξαχθεί στο Ναύπλιο στις 10/06/2017 ο Ανδρέα Π. Σπυρόπουλος, Δικηγόρος, Μ.Δ. Ποινικών Επιστημών θα παρουσιάσει εισήγηση με θέμα:

Ζήτημα Συρροής του Αδικήματος της Διακεκριμένης Αρπαγής και της Απόπειρας Εκβίασης.

Θέμα της παρούσης εισηγήσεως είναι μία συρροή μεταξύ δύο αδικημάτων που συναντάται ιδιαίτερα συχνά στην πράξη, η οποία όμως εξίσου συχνά διαλανθάνει της προσοχής των συνηγόρων υπερασπίσεως, με αποτέλεσμα να μην έχει τύχει μέχρι σήμερα της δέουσας θεωρητικής και νομολογιακής επεξεργασίας.

Ειδικώτερα, από τη διάταξη του άρθρου 322 ΠΚ προκύπτει ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αρπαγής, που αφορά τη σπουδαιότερη από τις προσβολές της προσωπικής ελευθερίας και είναι έγκλημα διαρκές, συνίσταται στη σύλληψη, απαγωγή ή παράνομη κατακράτηση κάποιου με απάτη, βία ή απειλή βίας έτσι, ώστε αυτός που συλλαμβάνεται να αποστερείται της προστασίας της πολιτείας. Αυτό συμβαίνει δε, όταν ο παθών υποβάλλεται με τη σύλληψή του από τη φυσική εξουσία αυτού που τον άρπαξε και κατά τον τρόπο αυτό αδυνατεί να επικαλεστεί τη συνδρομή της πολιτείας προς απαλλαγή του από την κατάσταση στην οποία έχει υπαχθεί. Το αίτιο είναι αδιάφορο … ενώ υποκειμενικά απαιτείται δόλος του δράστη, που περιλαμβάνει το σκοπό της αποστέρησης (ΣυμβΑΠ 727/1998 ΠΧ 1999 ,246επ., ΑΠ 439/84 ΝοΒ 32,911).

Η βαρύτητα της ποινής της διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος της αρπαγής εξηγείται από τη σπουδαιότητα της προσβολής, η οποία με την πράξη αυτή επέρχεται στην προσωπική ελευθερία του υποκειμένου της αρπαγής (ανάλογη διάταξη με τη διάταξη του άρθρου 322 ΠΚ περιελάμβανε στη διάταξη του άρθρου 321 ο προισχύων Ποινικός Νόμος). Για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της αρπαγής απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στη σύλληψη, δηλαδή στην υπαγωγή του συλλαμβανομένου στη φυσική εξουσία του, κατά τρόπο, που να μη δύναται ο παθών να προσφύγει στην Πολιτεία, η οποία με τα αρμόδια οργανά της να ενεργήσει προς απαλλαγή αυτού από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει λόγω της ενέργειας του δράστη, να τον θέσει στην φυσική εξουσία του, χωρίς τη δυνατότητα να ζητήσει από την Πολιτεία οποιαδήποτε συνδρομή για την άρση της καταστάσεως που δημιούργησε η συμπεριφορά του δράστη. Το έγκλημα της αρπαγής είναι υπαλλακτικώς μικτό, πραγματώνεται είτε με τη σύλληψη του παθόντα ή την αρπαγή αυτού ή με τη μορφή της παράνομης κατακράτησης. Για την συντέλεση του ανωτέρω εγκλήματος δεν είναι αναγκαίο να έχει μεταφερθεί ο συλληφθείς σε άλλο τρόπο, αρκεί η υπαγωγή αυτού του παθόντος στη φυσική εξουσία του δράστη με τρόπο που να  μη μπορεί να ζητήσει την προστασία της Πολιτείας.

Η διακεκριμένη μορφή της αρπαγής, η οποία τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών, στοιχειοθετείται με την προσθήκη του υπερχειλούς δόλου του εξαναγκασμού του παθόντος είτε τρίτου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν έχει υποχρέωση.

Κατά το άρθρο δε 385 Π.Κ., όπως τούτο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 10 του ν. 2408/96, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380, παραγρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής…

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της μεν αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της εκβίασης απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη,  παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του, με βία ή με απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφασή του, της δε υποκειμενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι με την ασκούμενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείμενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη,  παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του, και επιπλέον σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος.

Εξάλλου, φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 Π.Κ. περί συρροής εγκλημάτων, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται μεν εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, από τη λογική όμως και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι ο ένας μόνο από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος αποκλείοντας τους λοιπούς που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Έτσι, φαινομένη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που οι περισσότεροι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό, οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν έχει ρήτρα επικουρικότητος, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού νόμου. Επίσης, φαινομένη συρροή υπάρχει και όταν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε γιατί ή μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίσταση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά το νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση αυτής, είτε εμφανίζεται ως συνέπεια της πράξεως που προηγήθηκε, οπότε διώκεται μόνο αυτή, από την οποία απορροφάται η άλλη (ΑΠ 824/2008).

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται αδιαμφισβητήτως ότι η απόπειρα εκβίασης συνιστά την διακεκριμένη μορφή της αρπαγής (άρθρ. 322 εδαφ. ΄β Π.Κ.), για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται και αρκεί σκοπός εξαναγκασμού σε οποιαδήποτε πράξη,  παράλειψη ή ανοχή, ως προς την οποία δεν έχει υποχρέωσή του. Τοιουτοτρόπως, η απόπειρα εκβίασης δεν είναι ανεξάρτητη και αυτοτελώς κολάσιμη πράξη, αλλά απορροφάται από την διακεκριμένη αρπαγή (βλ. αντί άλλων Χρ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό δίκαιο, Ειδικό μέρος, σελ. 406 -407, ΠλημμΚαστ 77/1998, Υπερ. 98, 1279).

 Έτσι, όταν η αξιόποινη πράξη της απόπειρας κακουργηματικής εκβίασης φέρεται ότι τελέστηκε από τους ίδιους δράστες, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο, έχουσα ως βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και στρεφόμενη κατ’ αυτών των παθόντων συρρέει κατ’ ιδέαν φαινομενικά με την τελεσθείσα πράξη της διακεκριμένης αρπαγής και συνεπώς απορροφάται από αυτήν, δεδομένου ότι το πραγματικό της περιέχεται εξολοκλήρου στο πραγματικό της τελευταίας ( έτσι αδημ.  υπ’ αριθμ. 6511/2011 και 2209/2014 Τριμ/λούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών).

Σημειωτέον δε είναι όμως ότι η τετελεσμένη εκβίαση δεν απορροφάται και δεν καλύπτεται από την διακεκριμένη αρπαγή, διότι προσβάλλει κατά πολύ βαρύτερο τρόπο το έννομο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας αλλά και την περιουσία (βλ. αντί άλλων Χρ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό δίκαιο, Ειδικό μέρος, σελ. 406 -407).

Comments are closed.